- αλκάλιο
- τοσπανίως αντί τού άλκαλι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλκάλιο — το (χημ.), το υδροξίδιο διάφορων μετάλλων και ιδιαίτερα του καλίου και του νατρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκοξείδια — τα Χημ. οργανικές ενώσεις που προκύπτουν με αντικατάσταση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τών αλκοολών από μέταλλο (κυρίως αλκάλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkoxide(s) < alkoxy (< alkoxyl, πρβλ. αλκοξύλιο) +… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλιο: Πολλά μέταλλα είναι αλκαλιούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)